καθεστηκός

καθεστηκός
καθίστημι
set down
perf part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • παρακόπτω — Α 1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω 2. απατώ, εξαπατώ κάποιον 3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω 4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω 5. διασχίζω, περνώ 6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα β) αλλοιώνω, ψευτίζω… …   Dictionary of Greek

  • ՅՍՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0377 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. καθαρός purus, nitidus, limpidus ἁπηλλάγμενος purgatus καθεστηκός insidens εἱλικρινός distintus, sincerus. (որպէս թէ՝ ցտակ կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”